curate$18146$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

curate$18146$ - translation to ελληνικό

RELIGIOUS OCCUPATION
Curacy; Curé; Curates; Curatus; Curacies; Assistant curate; Curate-in-Charge; Assistant Curate; Initial Ministerial Education
  • Curé d'Ars}}

curate      
n. βοηθός ιερέα

Ορισμός

Curacy
·noun The office or employment of a curate.

Βικιπαίδεια

Curate

A curate () is a person who is invested with the care or cure (cura) of souls of a parish. In this sense, curate means a parish priest; but in English-speaking countries the term curate is commonly used to describe clergy who are assistants to the parish priest. The duties or office of a curate are called a curacy.